(μ)παλαντζάρω

(μ)παλαντζάρω
(μ)παλαντζάρω
(μ)παλαντζάρισα, κουνιέμαι σαν την μπαλάντζα, είμαι ασταθής ή ασυνεπής: Αποφεύγω να συνεργάζομαι μαζί του γιατί μπαλαντζάρει συνέχεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαντζάρω — παλαντζάρω, παλαντζάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παλαντζάρω — βλ. μπαλαντζάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”